-
1 εὐ-χερής
εὐ-χερής, ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ παράβολος Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς ἀνήρ comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῠτα δαήμεναι Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔϑου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmüthig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – ζῷον πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; ϑάλασσα εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προςδέξεσϑαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp.
-
2 εὐχερής
εὐχερ-ής, ές,A tolerant of or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ;οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8
, cf. Aristopho 12.5, S.Ph. 519, 875; of lizardeaters,λίαν εὐχερεῖς Menesth.
ap. Orib.2.68.13; εὐ.βίος of the swineherd, Pl.Plt. 266d; τὸ εὐ. τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht. 184c. Adv. -ρῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. gloss it over, Id.R. 474e, cf. Tht. 154b;εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol. 1338b21
; -: [comp] Comp. - έστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5
; ἄλλο μικρῷ μεῖζον -έστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol. 1307b5, cf. Din. 1.55.2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist. Metaph. 1025a2. Adv. - ρῶς heedlessly, recklessly,ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70
, cf. 264.II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα.. εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9;εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46
(cf.εὐχέρεια 11
). Adv. - ρῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd. 117c.III easy, εὐχερές ἐστι c. inf., Batr.62;τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87
: [comp] Comp., ib. 108. Adv. -ρῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115
, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): [comp] Sup. - έστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38.2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf.εὐήθης 1.3
.3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα.. μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχερής
См. также в других словарях:
ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος … Dictionary of Greek